κοιμοῦνται

κοιμοῦνται
κοιμάω
lull
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 *  Афины 22 января 1977 года)  известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 …   Википедия

  • αιματοβυζάχτρα — η είδος μεγάλης τριχωτής αράχνης, για την οποία υπάρχει η δοξασία ότι ρουφά το αίμα ανθρώπων ή ζώων, την ώρα που κοιμούνται …   Dictionary of Greek

  • αλαφροήσκιωτος — η, ο 1. (για δέντρα) αυτός που έχει ελαφριά σκιά, ώστε να μην προξενεί πονοκέφαλο σ’ αυτούς που κοιμούνται από κάτω 2. αυτός που δεν κοιμάται βαθιά, που μπορεί να ξυπνήσει εύκολα 3. αυτός που έχει καλό ήσκιο, καλή τύχη, που δεν επηρεάζει βλαβερά… …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

  • εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με …   Dictionary of Greek

  • επικατακοιμώμαι — ἐπικατακοιμῶμαι, άομαι και ἐπικατακοιμίζομαι (Α) κοιμάμαι πάνω σε κάτι («ἐπὶ τῶν προγόνων φοιτέοντες τὰ σήματα... ἐπικατακοιμέονται» επισκέπτονται συχνά τους τάφους τών προγόνων και κοιμούνται επάνω, Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • κοιτάστρια — η τόπος όπου κοιμούνται οι κότες, κοτέτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτάζω, με τη σημ. «έχω τη φωλιά μου, πλαγιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κουνουπιέρα — η ειδική καλύπτρα τού κρεβατιού από πολύ λεπτό διάτρητο ύφασμα για προφύλαξη αυτών που κοιμούνται από τα τσιμπήματα τών κουνουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουνούπι + κατάλ. ιέρα*] …   Dictionary of Greek

  • κούρνια — η 1. τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα τού ορνιθώνα, πάνω στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η κοίτη 2. (για πρόσ.) κοιτώνας, κατάλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κούρνια προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. κορογωνιά μέσω άλλων διαλεκτ. τ.:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”